πυλωρισμός

πυλωρισμός
ο
οδυνηρή σύσπαση του πυλωρού, αλλ. πυλωροστασία ή σπασμός του πυλωρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυλωρισμός — ο, Ν ιατρ. κίνηση σπασμωδικής σύσπασης τού πυλωρού η οποία προκαλείται από γειτονικά έλκη τού βλεννογόνου τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pylorisme (< πυλωρός «το κατώτατο στόμιο τού στομάχου» + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”